- ροπαλιά
- η, Ν [ρόπαλο]χτύπημα με ρόπαλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ροπαλία — η, Ν ζωολ. σύμπλοκο αισθητήριο όργανο στις παρυφές τού σκιαδίου τών τραχυμεδουσών, τών ναρκομεδουσών και ορισμένων σκυφοζώων, το οποίο φέρει μια στατοκύστη, ένα οσφρητικό βοθρίο, ένα νευρικό γάγγλιο και ένα οφθαλμίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ.,… … Dictionary of Greek
ῥοπάλια — ῥοπάλιον Cultes Egyptiens neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μέδουσα — Νηκτική μορφή των κνιδοζώων, η οποία είναι προσαρμοσμένη για πλαγκτονική διαβίωση. Οι μ. αντιπροσωπεύουν, γενικά, τα ελεύθερα στάδια του κύκλου ζωής των υδροζώων και των σκυφοζώων, ο οποίος περιλαμβάνει εναλλαγή γενεών και διμορφισμό (μεταγένεση) … Dictionary of Greek
μέδουσα — Νηκτική μορφή των κνιδοζώων, η οποία είναι προσαρμοσμένη για πλαγκτονική διαβίωση. Οι μ. αντιπροσωπεύουν, γενικά, τα ελεύθερα στάδια του κύκλου ζωής των υδροζώων και των σκυφοζώων, ο οποίος περιλαμβάνει εναλλαγή γενεών και διμορφισμό (μεταγένεση) … Dictionary of Greek